ζωολάτρης

ζωολάτρης
ο
1. αυτός που αγαπά τα ζώα.
2. αυτός που λατρεύει τα ζώα σαν θεούς: Οι Ινδοί είναι ζωολάτρες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζωολάτρης — ο, θηλ. ζωολάτρις, αυτός που λατρεύει τα ζώα ως θεούς, που θεοποιεί τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. zoolatre < zoo (πρβλ. ζω(ο) [ΙΙ]* + latre (πρβλ. λάτρης). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγέλου… …   Dictionary of Greek

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

  • ζωολατρία — Θρησκευτικός όρος που αναφέρεται στη θεοποίηση των ζώων και στην απόδοση λατρείας σε αυτά, που οφείλεται είτε στην εξαιρετική τους δύναμη είτε στην υπεροχή τους ως προς κάποια ιδιότητα έναντι του ανθρώπου. Ο πρωτόγονος άνθρωπος, έχοντας διακρίνει …   Dictionary of Greek

  • κτηνολάτρης — κτηνολάτρης, ὁ (Μ) αυτός που λατρεύει τα κτήνη ως θεούς, ζωολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. ανθρωπο λάτρης, ειδωλο λάτρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”